- βιαιότατα
- βίαιοςforcibleadverbial superlβίαιοςforcibleneut nom/voc/acc superl plβίαιοςforcibleadverbial superlβίαιοςforcibleneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CERVUS — I. CERVUS Hebr. Gap desc: Hebrew αἰὰλ, vulgarinomine; Graecis ἔλαφος; quae ambo saepe in feminino etiam de cervo mare occurrunt. Ut cum dicit hilosophus in Mirabil. Τὰς εν Η᾿πείρῳ ἐλάφους κατορύττειν τὸ δεξιὸν κερας; in cervino enim genere soli… … Hofmann J. Lexicon universale
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… … Dictionary of Greek
περιζαφελώς — Α επίρρ. πολύ ορμητικά, βιαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζαφελῶς (< ζαφελής «ορμητικός, βίαιος»)] … Dictionary of Greek
στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… … Dictionary of Greek
Προυντόν, Πιερ Ζοζέφ — (Proudhon, Μπεζανσόν 1809 – Παρίσι 1865). Γάλλος πολιτικός και οικονομολόγος. Αφού πέρασε δύσκολη νεανική ζωή, εργαζόμενος ως τυπογράφος και συγχρόνως σπουδάζοντας, ο Π. έγινε γνωστότατος το 1840 με τη μελέτη του Tι είναι η ιδιοκτησία; (Qu’est ce … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek